Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΙΑ

                Το νυφόπαρμα των Ποντίων

Η Πόντια νύφη συνηθίζει «να το παίζει δύσκολη» στον γαμπρό, που αναγκάζεται να περάσει αρκετές δοκιμασίες πριν τελικά κάνει την καλή του γυναίκα του, δόξη και τιμή. Μια παράδοση αιώνων, που κρατάει ακόμα και στις μέρες μας.
Όπως υποδηλοί και η λέξη, νυφόπαρμα (ή νυφέπαρμα) στην ποντιακή λαλιά εννοούμε την παραλαβή της νύφης από τον γαμπρό, τον κουμπάρο και τη συνοδεία τους από το πατρικό της σπίτι, και την πομπή τους προς την εκκλησία.
Στον Πόντο, αλλά και αργότερα στα χρόνια της εξορίας, οι Πόντιοι ακολουθούσαν όλο το τελετουργικό του εθίμου αυτού που παραδίδεται από τη μια γενιά στην άλλη. Σε αντίθεση με τους άλλους ελληνικούς γάμους, όπου ο γαμπρός το πολύ-πολύ να περιμένει λίγο παραπάνω τη νύφη, για τον ταλαίπωρο Πόντιο άντρα είχε πολλές... επιπλοκές.

                  Προ της γαμήλιας τελετής

Το βράδυ του Σαββάτου γινόταν κατά κανόνα ο «γάμος της νύφης», το αντίστοιχο του «μπάτσελορ πάρτι» όπως λέμε στις μέρες μας. Μαζεύονταν οι φίλες και οι συγγενείς της και αποχαιρετούσαν τη νύφη με τραγούδια και γλέντι. Και για τον γαμπρό γινόταν ανάλογο πάρτι αποχαιρετισμού της εργένικης ζωής. Εκεί τον ξύριζαν και τον ετοίμαζαν για τη μέρα του γάμου. Το επόμενο πρωί ο γαμπρός έπρεπε να πάει στο πατρικό της νύφης, που ενίοτε βρισκόταν σε άλλη περιοχή, για να την παραλάβει και να την οδηγήσει στην εκκλησία.

Οι αποστάσεις δεν ήταν εύκολο να διανυθούν με τα μέσα μεταφοράς της εποχής, πόσο μάλλον όταν η μετακίνηση αφορούσε και τη συνοδεία του γαμπρού, που την αποτελούσαν φίλοι και συγγενείς τόσο του ίδιου όσο και του κουμπάρου.

 Μόλις ετοιμαζόταν ο γαμπρός, πήγαινε να παραλάβει τον κουμπάρο και μαζί με όσους τους συνόδευαν να κατευθυνθούν προς το πατρικό της νύφης. Μόλις έφταναν, άρχιζαν οι οργανοπαίχτες να παίζουν την κεμεντζέ, το τέφ’ (ντέφι) και κάποιες φορές και το ακορντεόν, και όλοι χόρευαν στο ρυθμό της μουσικής. Καθώς πλησίαζαν στην αυλή του σπιτιού, άρχιζαν και τα εμπόδια για τον γαμπρό.


Οι συγγενείς της νύφης έκλειναν το δρόμο με σκοινιά, που για να τα περάσει η παρέα του γαμπρού έπρεπε να πληρώσει ο κουμπάρος. Συνήθως δεν γίνονταν σκληρά παζάρια και κατάφερναν να φτάσουν στην αυλή. Εκεί όμως έπρεπε ο κουμπάρος για μια ακόμα φορά να βοηθήσει να ξεπεραστούν τα εμπόδια με τη βοήθεια της... τσέπης του. Μερικές φορές, αν το έφερνε η ανάγκη, υποστήριζαν τον κουμπάρο και οι συγγενείς με δικά τους χρήματα.


Το τελικό εμπόδιο βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, στην οποία στέκονταν συνήθως τα αδέλφια της νύφης και αναλάμβαναν να... πουλήσουν την νύφη με σκληρά παζάρια. Μαζί με την είσοδο στο σπίτι, ο κουμπάρος αγόραζε και την κοσάρα, την οποία κρατούσε πάνω σε δίσκο μια θεία της νύφης.

Η ΚΟΣΑΡΑ
Μετά την είσοδό του στο σπίτι, ο γαμπρός έπρεπε να πάρει την ευλογία του πεθερού και της πεθεράς και να τους φιλήσει το χέρι.
Αφού υποσχόταν ότι θα έκανε την κόρη τους ευτυχισμένη ο γαμπρός μπορούσε πια να παραλάβει τη νύφη, η οποία τον περίμενε ήδη έτοιμη και στολισμένη.

Σε όλο το δρόμο προς την εκκλησία ο γαμπρός και η νύφη έπρεπε να προχωρούν χέρι-χέρι και να κρατάνε έτσι ενωμένα τα χέρια τους μέχρι να φτάσουν, αλλά και κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής.



                         Δεισιδαιμονίες...
Αν τύχαινε να περάσει κάποιος ανάμεσά τους τη μέρα του στεφανώματος, το θεωρούσαν κακό σημάδι που σήμαινε ότι ο γάμος τους αργά ή γρήγορα θα χαλούσε και θα οδηγούνταν σε χωρισμό! Οι Πόντιοι θεωρούσαν κακό σημάδι οτιδήποτε ξέφευγε από τους άγραφους εθιμικούς κανόνες τους και ό,τι τους φαινόταν περίεργο. Ακόμα και κατά το στεφάνωμα πρόσεχαν ποιοι θα στέκονται δίπλα στους νεόνυμφους. Φρόντιζαν να μην βρίσκεται δίπλα τους κάποια «γεροντοκόρη» ή χωρισμένη, ή ακόμα και κάποια που την θεωρούσαν γρουσούζα, γιατί πίστευαν ότι θα έφερνε κακοτυχία στο ζευγάρι.                    
                                                        γλέντι μετά από ποντιακό γάμο


     
                            ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ
Δεξάμενος είναι ο ανάδοχος, νονός του βρέφους που βαπτίζεται. Λεγόταν και σύντεκνος όπως και στην Κρήτη.
Στον Πόντο ο κουμπάρος που στεφάνωνε τους γονείς βάφτιζε και το παιδί – έθιμο που τηρούν οι Πόντιοι μέχρι σήμερα. Την επιλογή την έκαναν οι μειζέτεροι (πρεσβύτεροι) της οικογένεις του παιδιού. Τα αγόρια είχαν δεξάμενο και τα κορίτσια δεξαμέντζαν. Τα δίδυμα είχαν διαφορετικούς δεξαμένους αντίστοιχα με το φύλο τους. Σε όλη του τη ζωή ο δεξιμάτ’ (βαφτιστήρι) αποκαλούσε το νονό «δεξάμενε» και τη νονά «δεξαμέντζα». Το ίδιο έκαναν και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας.
Στον δεξάμενο στελνόταν ως πρόσκληση κόκκινη λαμπάδα μαζί με πίτα ή αρνί στολισμένο με λουλούδια και άλλα στολίδια στο κεφάλι. Το έθιμο της λαμπάδας τηρείται και σήμερα. Την ορισμένη μέρα και ώρα ο δεξάμενος ερχόταν στο σπίτι του βρέφους με το αλάι του (τη συνοδεία του) και από κει πήγαιναν όλοι μαζί στη εκκλησία.


Ο δεξάμενος είχε δικαίωμα να επιλέξει το όνομα, αν δεν είχαν αποφασίσει οι γονείς. Εκτός από τα δώρα που έκανε στον αναδεξιμιό του, ο δεξάμενος έπρεπε να δείχνει ενδιαφέρον και για όλη τη ζωή του: τη μόρφωσή του, την επαγγελματική αποκατάσταση, το γάμο του. Τον στεφάνωνε ο ίδιος ή ο γιος του. Ο παραμερισμός του νονού από τα δρώμενα του γάμου ήταν μεγάλη προσβολή.
Μεγάλο σεβασμό έδειχναν και οι γονείς του παιδιού στον δεξάμενο, και είναι χαρακτηριστική η παροιμία «Αδελφοσύνα σ’ κούται κ΄ η κουμπαρωσύνα κάθεται» (παραμερίζεται ο αδελφός για χάρη του κουμπάρου). Όταν τύχαινε να γίνουν κουμπάροι αδέλφια, η προσαγόρευση που επικρατούσε ήταν «κουμπάρε».         
Η ονοματοδοσία για τους Πόντιους ακολουθούσε την εξής ιεραρχία. Στο πρώτο παιδί, αν ήταν αγόρι, δινόταν το όνομα του παππού, αν ήταν κορίτσι το όνομα της γιαγιάς (καλομάνα).
Το όνομα του δεύτερου παιδιού και των υπόλοιπων παιδιών, το έδινε ο νονός ή η νονά ο «δεξάμενος ή η δεξαμέντσα» τους οποίους όλη η οικογένεια τιμούσε και τιμά με αίσθημα σεβασμού. Συνήθεια που σπανίζει στην εποχή μας.
Σε περίπτωση που πιο πριν πέθαιναν νεογέννητα παιδιά της οικογένειας, τότε στα άλλα παιδιά έδιναν το όνομα Ευστάθιος, Ναζή.
Το βάπτισμα γινόταν πάντοτε στην εκκλησία. Η μητέρα του παιδιού δεν πήγαινε στην εκκλησία για τη βάπτιση και έτσι στην επιστροφή ο κουμπάρος έφερνε το παιδί στο σπίτι. Για να πάρει η μητέρα το παιδί από το νονό έκανε τρεις μετάνοιες. Στις ημέρες μας παραμένει αυτή η πράξη σεβασμού. Μετά το μυστήριο ακολουθούσε τραπέζι με γλέντι στο σπίτι των γονέων. Ο νονός αναλάμβανε τα έξοδα της βάπτισης και αντάλλασσε δώρα με τους γονείς. Είχε την υποχρέωση να κάνει τα πρώτα ρούχα στο βαπτιστικό του και αργότερα ολόκληρη τη φορεσιά στην εφηβεία ή να του δωρίσει χρήματα.

Στις τρεις μέρες μετά τη βάπτιση γινόταν η απόλουση του βρέφους για να καθαριστεί από το λάδι. Τότε οι παρευρισκόμενοι έριχναν χρήματα μέσα στη σκάφη. Μια βδομάδα μετά τη βάπτιση οι γονείς για να τιμήσουν τον κουμπάρο παρέθεταν τραπέζι στον ίδιο και στην οικογένειά του.  











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου